- παρασιτικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή οφείλεται σε παράσιτο: Τα παρασιτικά επαγγέλματα επιβαρύνουν το κόστος της ζωής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρασιτικός — ή, ό / παρασιτικός, ή, όν, ΝΑ [παράσιτος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παράσιτο ή έχει χαρακτήρα παρασίτου («παρασιτικός βίος») 2. αυτός που οφείλεται σε παράσιτα 3. φρ. «παρασιτική νόσος» και «παρασιτική ασθένεια» ιατρ. νόσος που … Dictionary of Greek
ετερόοικος — Παρασιτικός οργανισμός, που απαιτεί δύο είδη ξενιστών για να συμπληρώσει τον βιολογικό του κύκλο. * * * και ετέροικος, ο (για παράσιτα) αυτός που διανύει τα διάφορα στάδια τής ζωής του σε διάφορους ξενιστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + οίκος. Η λ.… … Dictionary of Greek
μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… … Dictionary of Greek
δρακόντιο — (dracum culus). Είδος σκουληκιού που παρασιτεί στον άνθρωπο και προκαλεί τη νόσο δρακοντίαση. Συνήθως παρασιτεί στον υποδερμικό ιστό των ανθρώπων που ζουν στις τροπικές περιοχές της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής. Το σώμα του θηλυκού είναι… … Dictionary of Greek
ετερότροφος — η, ο (Α ἑτερότροφος, ον) αυτός που τρέφεται ή ανατρέφεται κατά διαφορετικό τρόπο νεοελλ. 1. βοτ. (για φυτά) αυτά που τρέφονται όχι σύμφωνα με τη φύση, αλλά παρασιτικά από άλλα οργανικά σώματα 2. βιολ. οι οργανισμοί (ζώα ή φυτά) που τρέφονται από… … Dictionary of Greek
κοκκιδιοειδής — ο (μυκητ.) παρασιτικός μύκητας, τα σπόρια τού οποίου προκαλούν την κοκκιδιοειδομυκητίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. coccidioides < coccidie + oides (πρβλ. ειδής < εἶδος)] … Dictionary of Greek
κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… … Dictionary of Greek
παραγόνιμος — ο ζωολ. παρασιτικός σκώληκας που προξενεί τη λοίμωξη παραγονιμίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paragonimus (< παρ[α] * + γόνιμος)] … Dictionary of Greek
πλατυέλμινθες — Τύπος σκωληκομόρφων ζώων, μη μεταμερικών, με σώμα γενικά πολύ πεπλατυσμένο προς την κατεύθυνση ράχης κοιλιάς. Στις ελεύθερες μορφές είναι προικισμένοι με μια γαστροαγγειακή κοιλότητα, που ανοίγει στο εξωτερικό μέσω ενός μόνο ανοίγματος, του… … Dictionary of Greek
σαπρόφυτο — το, Ν 1. συν. στον πληθ. τα σαπρόφυτα βιολ. οργανισμοί που τρέφονται με την αποικοδόμηση νεκρής ή σηπόμενης οργανικής ύλης, όπως είναι πολλοί μύκητες, μεγάλος αριθμός βακτηριακών ειδών, λ.χ. βακτήρια τού εδάφους, και ορισμένα ανώτερα φυτά, λ.χ.… … Dictionary of Greek